παραπλέοντα

παραπλέοντα
παραπλέω
sail by
pres part act neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic aeolic)
παραπλέω
sail by
pres part act masc acc sg (epic doric ionic aeolic)
παραπλέω
sail by
pres part act neut nom/voc/acc pl
παραπλέω
sail by
pres part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνθεώμαι — άομαι, Α (αποθ.) 1. (για θεατές κατά τη διάρκεια αγώνων) βλέπω, παρακολουθώ μαζί με άλλον ή με άλλους 2. εξετάζω κάτι μαζί με άλλον ή με άλλους 3. μτφ. περιλαμβάνω μία οπτική εικόνα σε ένα μόνο βλέμμα μου, ρίχνω μόνον μια ματιά («συνθεασάμενος… …   Dictionary of Greek

  • Κυανέες — I Αρχαία πόλη της Λυκίας, η οποία επιβίωσε και κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο. Ερείπια της πόλης βρέθηκαν κοντά στο σημερινό χωριό Γιαχού. Στην πόλη υπήρχε μαντείο του Θυρξέως Απόλλωνα, στο οποίο ανάβλυζε πηγή, σύμφωνα με πληροφορίες του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”